- ξεμονάχιασμα
- το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω, η απομόνωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεμονάχιασμα — το [ξεμοναχιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμοναχιάζω … Dictionary of Greek